- χρηματομεσίτης
- ο1) посредник при займовых операциях; 2) биржевой маклер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρηματομεσίτης — ο, Ν 1. μεσίτης που προμηθεύει δάνεια 2. χρηματιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χρηματομεσίτης — ο 1. ο μεσίτης που προμηθεύει δάνεια. 2. μεσίτης χρηματιστηρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)